- κολαστικῶς
- κολαστικόςcorrectiveadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… … Dictionary of Greek
εμποίνιμος — ἐμποίνιμος, ον (AM) Ι. αυτός που συνεπάγεται ποινή, τιμωρία, ο αξιόποινος ΙΙ. επίρρ. ἐμποινίμως με ποινή, κολαστικώς … Dictionary of Greek